βατια

βατια
    βατία
    βᾰτία
    ἥ Pind. = βάτος См. βατος I

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βατια" в других словарях:

  • βατία — βατίᾱ , βατία dance in a chorus fem nom/voc/acc dual βατίᾱ , βατία dance in a chorus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατίᾳ — βατίᾱͅ , βατία dance in a chorus fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατιᾷ — βατεία bush fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτια — βάτιον mulberry neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατίαι — βατίᾱͅ , βατία dance in a chorus fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατίαν — βατίᾱν , βατία dance in a chorus fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονιβατία — κονιβατία, ἡ (Α) το να πορεύεται κανείς μέσα σε σκόνη, η πορεία σε σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + βατία (< βατος ή βάτης < βαίνω), πρβλ. νυκτο βατία, χορο βατία] …   Dictionary of Greek

  • ορνεοβατία — ὀρνεοβατία, ἡ (Μ) σαρκική επαφή με πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + βατία (< βάτης < βαίνω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»